περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… … Dictionary of Greek
άπλευστος — ἄπλευστος, ον (Α) εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
άπλοος — ἄπλοος, ον κ. ἄπλους, ουν (Α) 1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν 2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
ανέμπλοος — ἀνέμπλοος, ον (Α) (για πλοίο) όποιος δεν μπορεί να πλεύσει … Dictionary of Greek
ασαλαμίνιος — ἀσαλαμίνιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πλεύσει προς τη Σαλαμίνα ή που δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας … Dictionary of Greek
δύσπλους — δύσπλους, ουν (Α) τόπος προς τον οποίο είναι δύσκολο να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
ινδικοπλεύστης — ἰνδικοπλεύστης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό 2. επίθ. τού μοναχού Κοσμά που συνέταξε γεωγραφικό χάρτη τής υδρογείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικός + πλευστης (< πλέω)] … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek