πλεύσει

πλεύσει
πλέω
sail
aor subj act 3rd sg (epic)
πλέω
sail
fut ind act 3rd sg
πλέω
sail
fut ind mid 2nd sg
πλεῦσις
sailing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πλεύσεϊ , πλεῦσις
sailing
fem dat sg (epic)
πλεῦσις
sailing
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… …   Dictionary of Greek

  • άπλευστος — ἄπλευστος, ον (Α) εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • άπλοος — ἄπλοος, ον κ. ἄπλους, ουν (Α) 1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν 2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • ανέμπλοος — ἀνέμπλοος, ον (Α) (για πλοίο) όποιος δεν μπορεί να πλεύσει …   Dictionary of Greek

  • ασαλαμίνιος — ἀσαλαμίνιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πλεύσει προς τη Σαλαμίνα ή που δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας …   Dictionary of Greek

  • δύσπλους — δύσπλους, ουν (Α) τόπος προς τον οποίο είναι δύσκολο να πλεύσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • ινδικοπλεύστης — ἰνδικοπλεύστης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό 2. επίθ. τού μοναχού Κοσμά που συνέταξε γεωγραφικό χάρτη τής υδρογείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικός + πλευστης (< πλέω)] …   Dictionary of Greek

  • ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”